Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΑΡΗΚΟΪΑ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΑΡΗΚΟΪΑ

Ως βαρηκοΐα αναφέρεται η μείωση της ακοής. Ο όρος παιδική βαρηκοΐα δηλώνει την απώλεια ακοής στα παιδιά, η οποία μπορεί να είναι εκ γενετής ή επίκτητη, μονόπλευρη ή αμφίπλευρη.
Η βαρηκοΐα επηρεάζει την ομιλία, την πνευματική ανάπτυξη, την εκπαίδευση, τον ψυχικό κόσμο, την κοινωνική προσαρμογή και την επαγγελματική αποκατάσταση.


Μία βαρηκοΐα μπορεί να είναι κληρονομική, να οφείλεται σε επιπλοκές κατά την κύηση ή τον τοκετό ή να παρουσιαστεί ανά πάσα στιγμή της ζωής ενός ατόμου ως αποτέλεσμα μιας ασθένειας, μίας πάθησης, ή ενός τραυματισμού.
Όσον αφορά τα παιδιά υπάρχουν συμπτώματα που μπορούν να υποψιάσουν τους γονείς έγκαιρα. Στην ηλικία των δύο-τριών πρώτων χρόνων, υπάρχει εκλεκτική δεκτικότητα στα ακουστικά ερεθίσματα καθώς και στην εκμάθηση και διάκριση των ήχων και της
ομιλίας. Η περίοδος αυτή είναι η περίοδος φυσιολογικής ανάπτυξης της ομιλίας.

Οι συγγενείς καθώς και οι επίκτητες βαρηκοΐες αφήνουν το παιδί άλαλο ή με ακατάληπτη
ομιλία με όλες τις επιπτώσεις.
Βαρηκοΐες που εμφανίζονται μεταξύ τεσσάρων και επτά χρονών, έχουν ως συνέπεια την υποστροφή της ομιλίας που έχει ήδη αποκτηθεί.
Όταν η ακουστική βλάβη παρουσιαστεί μετά τη ηλικία των οχτώ χρόνων, δεν προκαλεί απώλεια λόγου. Ωστόσο, η ομιλία γίνεται μονότονη, χάνει τον ρυθμό της, επιτρέποντας όμως στο παιδί να διατηρεί τουλάχιστον αδρά τις κυριότερες επαφές με το  περιβάλλον.
Ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση της βαρηκοΐας είναι η έγκαιρη διάγνωση και η αντιμετώπιση της.
Εάν κατά την διάρκεια των κριτικών περιόδων (ιδιαίτερα στο δεύτερο εξάμηνο του πρώτου χρόνου, κατά το οποίο αναπτύσσονται δεσμοί μεταξύ των διαφόρων αισθήσεων και εμφανίζονται ορισμένες δεξιότητες) το παιδί είναι βαρήκοο, είναι πολύ πιθανό να μη μπορέσει να αποκτήσει τις δεξιότητες αυτής της περιόδου, έστω και αν αργότερα βελτιωθεί η ακοή. Ο χαρακτήρας του παιδιού διαμορφώνεται τα πρώτα τέσσερα με πέντε χρόνια ζωής
, δηλαδή στην προσχολική ηλικία. Έκτοτε δεν αλλάζει. Επομένως, εάν σε αυτά τα χρόνια το παιδί δεν επικοινωνεί σωστά με το περιβάλλον λόγω της βαρηκοΐας, ο χαρακτήρας του θα διαμορφωθεί ελαττωματικά, με πολλά προβλήματα συμπεριφοράς για όλη του τη ζωή.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει μέσω ειδικών εξετάσεων οι οποίες είναι σχετικά απλές
και έγκυρες. Επίσης, μία πλήρης διάγνωση μας πληροφορεί για το είδος και την
σοβαρότητα της κάθε βαρηκοΐας, ώστε να αποφασιστεί και η κατάλληλη αντιμετώπιση.
Οι πιο συνηθισμένοι τρόποι με τους οποίους επεμβαίνουμε στην βαρηκοΐα και την
κώφωση είναι τα ακουστικά βαρηκοΐας και τα κοχλιακά εμφυτεύματα.
Ένας λογοθεραπευτής που ειδικεύεται στα βαρήκοα άτομα αρχικά θα αξιολογήσει
γλωσσικά το άτομο και το περιβάλλον του, θα συμβουλέψει, θα προτείνει και θα
πληροφορήσει τους ενδιαφερόμενους για τις θεραπευτικές δυνατότητες που υπάρχουν.
Ο ρόλος του λογοθεραπευτή είναι τριπλός:
Διαγνωστικός, θα εξετάσει δηλαδή εάν το παιδί αντιμετωπίζει πρόβλημα ακοής
και στην συνέχεια θα ενημερώσει τους γονείς με τον κατάλληλο τρόπο λαμβάνοντας υπόψη
του το άγχος τους και την προσωπικότητα τους.
Θεραπευτικός, βοηθά δηλαδή το παιδί να εκμεταλλευτεί τα υπολείμματα ακοής, εάν υπάρχουν, και με συνδυασμό επικοινωνίας μέσω νοημάτων,
δακτυλοσυλλαβισμού και προφορικού λόγου το οδηγεί σταδιακά σε ένα ικανοποιητικό
επίπεδο επικοινωνίας, κυρίως με τους γονείς του.
Υποστηρικτικός, μπορεί δηλαδή να προτείνει την ενδεχόμενη λύση της
χορήγησης ενός ακουστικού βαρηκοΐας και κυρίως να τους συμβουλεύσει για την
φροντίδα, την συντήρηση και την τοποθέτηση του. Επιπλέον, ο λογοθεραπευτής
συμμετέχει στην καθοδήγηση για ένα ολοκληρωμένο θεραπευτικό πρόγραμμα.